- τόξευμα
- τόξευμα1 arrow met. of song
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τόξευμα — arrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξευμα — το, ΝΜΑ, και τόξεμα Ν [τοξεύω] αυτό που εξακοντίζεται με το τόξο, το βέλος, η σαΐτα («ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) νεοελλ. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο, τόξευση αρχ. 1. το βεληνεκές τού τόξου («ἐντὸς τοξεύματος», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
τόξευμ' — τόξευμα , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξευμάτων — τόξευμα arrow neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύμασι — τόξευμα arrow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύμασιν — τόξευμα arrow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματα — τόξευμα arrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματι — τόξευμα arrow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματος — τόξευμα arrow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξεύματ' — τοξεύματα , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc pl τοξεύματι , τόξευμα arrow neut dat sg τοξεύματε , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξευμα — το (Α τόξευμα, Μ τόξευμα και δόξευμα) χτύπημα με βέλος … Dictionary of Greek